πυροχημεία

πυροχημεία
η, Ν
(σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση) κλάδος τής χημείας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την ανίχνευση μετάλλων μέσα σε ορυκτά με βάση τις υψηλές θερμοκρασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyrochimie < pyro- (< πυρ) + chimie (< χημεία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυροχημικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυροχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροχημεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Αθήναιον] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”