- πυροχημεία
- η, Ν(σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση) κλάδος τής χημείας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την ανίχνευση μετάλλων μέσα σε ορυκτά με βάση τις υψηλές θερμοκρασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyrochimie < pyro- (< πυρ) + chimie (< χημεία)].
Dictionary of Greek. 2013.